Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιαρχώ — έω, Α [πολίαρχος] είμαι πολίαρχος … Dictionary of Greek
πολιάρχῳ — πολίαρχος ruler of a city masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)